menou

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

«άγνωστοι» Ναξιώτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης


«άγνωστοι» Ναξιώτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΑΦΟΣ
γράφει ο φιλόλογος Νίκος Ι. Λεβογιάννης η μάχη της Καισαριανής
Ο Στεφανής Τσάφος, αδελφός του πρωταντάρτη του ΕΛΑΣ Μανώλη Τσάφου, στέλεχος του 2ου Συντάγματος ΕΛΑΣ της Αθήνας, Ναξιώτης την καταγωγή (από τον Δανακό), προσφυγόπουλο στην Καισαριανή απ’ τα Βουρλά της Μικρασίας, σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά τους Ναζί και τους γερμανοτσολιάδες στην Μάχη της Καισαριανής στις 15 προς 16 Ιουνίου 1944.
Μια από τις κορυφαίες αλλά και τραγικές πράξεις της Κατοχής και της Αντίστασης ήταν εκείνη της μάχης της Καισαριανής, ανάμεσα στο 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Αθήνας (200 μαχητές) και σε 1300 γερμανούς και ταγματασφαλίτες βαριά οπλισμένους, οι οποίοι για πολλοστή φορά εισέβαλαν τα ξημερώματα της 15 προς 16η Ιουνίου στην Καισαριανή, στην προσπάθειά τους να την καταλάβουν αιφνιδιάζοντας τον αδούλωτο κι ανυπότακτο λαό της Καισαριανής. Και αφού έστησαν ένα τεράστιο μπλόκο γύρω απ’ την ελεύθερη και απάτητη προσφυγική συνοικία, προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις πατριωτών επί τόπου.
Το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, από νωρίς είχε πάρει θέσεις έτοιμο να επέμβει για να διαλύσει το μπλόκο και να προστατέψει τις γειτονιές και το λαό της Καισαριανής. Η επίθεση του ΕΛΑΣ έγινε προς τα ξημερώματα από δυο μεριές, στην κεντρική λεωφόρο της Καισαριανής και από την πλευρά του Βύρωνα και της Γούβας. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, το μπλόκο διαλύθηκε και οι συλληφθέντες πατριώτες έμειναν ελεύθεροι. Η σύγκρουση που ακολούθησε κράτησε μέχρι το πρωί, αλλά οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν και πάλι να υποτάξουν την Καισαριανή.
Το μεγαλύτερο τμήμα των ανταρτών του ΕΛΑΣ υποχώρησε προς τον Καρέα και τη Ν. Ελβετία, όπου όμως υπήρχε ισχυρό γερμανικό μπλόκο, αλλά οι ΕΛΑΣίτες κατάφεραν να ξεφύγουν.
Ο Στεφανής Τσάφος, χτυπημένος βαριά στο πόδι, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους συναγωνιστές του και, αφού τους παρότρυνε να φύγουν, ο ίδιος κρύφτηκε μέσα στα χωράφια σ’ ένα λάκκο, όπου αργότερα τον ανακάλυψαν οι τσολιάδες, οδηγημένοι απ’ τα ματωμένα αχνάρια πάνω στο χώμα και τον συνέλαβαν.
Αλλά και η ομάδα του γραμματέα του ΚΚΕ Καισαριανής Απόλλωνα Δαβλάκου, βρέθηκε περικυκλωμένη από τους Γερμανούς σ’ ένα υψωματάκι στη θέση «Αστέρι» κοντά στο μοναστήρι της Καισαριανής. Ήταν ο Απόλλωνας Δαβλάκος, ο Πρόδρομος Αδραμίτογλου, ο Σωτήρης Βενιέρης, ο Ανδρέας Κρυσταλάκος, ο Μιχάλης Μενεγάκης, ο Νίκος Νταλιάνης και ο Στέλιος Πολεμαρχάκης. Τα ξημερώματα ακούστηκαν εκεί πυροβολισμοί και ριπές που κράτησαν αρκετή ώρα. Τα επτά παλικάρια της ομάδας του Δαβλάκου και σύντροφοι του Τσάφου βρέθηκαν πριν το μεσημέρι γαζωμένοι απ’ τις σφαίρες του εχθρού στο λόφο όπου είχαν περικυκλωθεί. Είχαν πολεμήσει και οι επτά με ηρωισμό και στο τέλος φύλαξαν καθένας μια σφαίρα για τον εαυτό του, για να μην παραδοθούν ζωντανοί στον εχθρό.
Κατά τις 9 00΄ το πρωί μια κουστωδία από γερμανοτσολιάδες έσερνε στη λεωφόρο Καισαριανής «θριαμβευτικά» πάνω σε ένα γάιδαρο τον τραυματισμένο ΕΛΑΣίτη Στέφανο Τσάφο με φωνές και βλαστήμιες. Τον μετέφεραν στις γερμανικές φυλακές στο Γουδή, όπου βασανίστηκε άγρια, του έκαψαν το σώμα και του τσάκισαν τα κόκκαλα. Το ατρόμητο όμως παλικάρι δεν λύγισε. Στη διάρκεια της ανάκρισης μέσα στο γραφείο του γερμανού αξιωματικού ανακριτή, όρμησε και άρπαξε ένα όπλο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο, αλλά δεν πρόλαβε να ρίξει, τον σκότωσαν επί τόπου οι φρουροί του, πανικόβλητοι και έκπληκτοι συνάμα. Κάποιοι συναγωνιστές του αφηγούνται ότι στη συνέχεια οι ταγματασφαλίτες περιέλουσαν το πτώμα του με βενζίνη και το έκαψαν. Ήταν 16 Ιουνίου 1944.
Ο Καισαριανιώτης ποιητής Κ. Καλατζής έγραψε για τον Στέφανο Τσάφο τους παρακάτω στίχους:
«Σαν το λιοντάρι σ’ έπιασαν το βαρυλαβωμένο,
μα σπας στη δίκη τα δεσμά κι απάνω τους χυμίζεις,
τα βόλια κι αν σε φάγανε νεκρός τους φοβερίζεις».
Ένα απέριττο μνημείο έχει στηθεί στον τόπο της θυσίας αυτών των παλικαριών και κάθε χρόνο στην επέτειο της μάχης ο δήμος Καισαριανής τιμά τους 10 ήρωες που έπεσαν πολεμώντας εκείνη τη μέρα. «Και σ' εκείνο το μπλόκο της 16 προς 17 του Ιούνη του 1944, εφτά παλικάρια ΕΠΟΝίτες, αψήφησαν το θάνατο μπροστά σε εκατοντάδες ναζιστές και ζαπτιέδες. Κάλλιο ο τιμημένος θάνατος, παρά η ατιμωτική παράδοση. Μια σφαίρα κράτησε ο καθένας τους και αυτοκτόνησαν. Τον Στεφανή Τσάφο, λαβωμένο τον βάλανε πάνω σ' ένα γάιδαρο και τον εκτέλεσαν στο Γουδί. Τους Κυριάκο Φερεντίνο και Γερμανό Χατζηνόπουλο τους κατακρεούργησαν στην κυριολεξία στο νεκροταφείο».
Η φωτογραφία του Στέφανου Τσάφου μαζί με ένα σύντομο βιογραφικό βρίσκεται ανάμεσα στις φωτογραφίες των δεκάδων αγωνιστών από την Καισαριανή, στη μόνιμη έκθεση για την Εθνική Αντίσταση, μέσα στο δημαρχείο της Καισαριανής. (από τον υπό έκδοση β΄ τόμο του βιβλίου «Νεότερη Ιστορία της Νάξου» του Νίκου Λεβογιάννη).

«άγνωστοι» Ναξιώτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης


Μανώλης Τσάφος

γράφει ο φιλόλογος Νίκος Ι. Λεβογιάννης


Τον Μάρτιο 1997 Ο δήμος Καισαριανής έδωσε σ' ένα δρόμο τ' όνομα: "Οδός ΑΔΕΛΦΩΝ ΤΣΑΦΟΥ", τιμώντας τη μνήμη τεσσάρων αδελφών, που έδωσαν το παρόν και δύο απ’ αυτούς τη ζωή τους στον απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας εναντίον των Γερμανών.
Η οικογένεια Τσάφου είχε έρθει στην Καισαριανή από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή του 1922. Οι παπούδες τους ήταν Ναξιώτες εργάτες γης απ’ τον Δανακό, που εγκαταστάθηκαν στα Βουρλά, τη Νάξο της Μικράς Ασίας, προς το τέλος του 19ου αιώνα, όπως χιλιάδες άλλοι Ναξιώτες την περίοδο από το 1830 μέχρι το 1897.
Ο πατέρας Τσάφος σφάχτηκε από τους Τούρκους όταν καταλήφθηκαν και πυρπολήθηκαν τα Βουρλά, που αντιστάθηκαν στους Τσέτες του Κεμάλ Ατατούρκ. Η απορφανισμένη οικογένεια, τέσσερα αγόρια (Μανώλης, Στέφανος, Γιώργος, Γιάννης) και δύο κορίτσια, μετά από πολλά βάσανα κατάφεραν να φθάσουν στην Ελλάδα μαζί με το ένα εκατομμύριο των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής και εγκαταστάθηκαν στην Καισαριανή. Εκεί θα τους βρει και η νέα περιπέτεια του Ελληνισμού, η Κατοχή και η Αντίσταση.
Σαράντα εννιά φορές οι Γερμανοί κατακτητές και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους θα αποπειραθούν στη διάρκεια της Κατοχής να πατήσουν το ελεύθερο χώμα της Καισαριανής, αλλά άλλες τόσες θα αποτύχουν. Οι ηρωικοί αγώνες του λαού της, με μπροστάρη τον ΕΛΑΣ Καισαριανής, θα την κρατήσουν ελεύθερη απ’ τον κατακτητή και τους ταγματασφαλίτες, αλλά θα χύσει γι’ αυτό πολύ αίμα ο αδούλωτος λαός της, Μικρασιάτες πρόσφυγες στην πλειοψηφία του, θα χαθούν εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές και θα καταγραφούν μυθικές ηρωικές πράξεις.
Σ’ ένα αλσύλλιο της Καισαριανής στις 15 Μάη 1941 ο Άρης Βελουχιώτης, με την επιστροφή του στην Αθήνα απ’ το Αλβανικό μέτωπο, οργάνωσε με ελάχιστους συμπολεμιστές και συναγωνιστές του, την πρώτη ολιγάριθμη συγκέντρωση στην οποία μίλησε για τον ένοπλο αγώνα, για το νέο ’21. Στην αρχή «δεν τον πιστεύουν, αλλά τους αρέσει να τον ακούνε». Εκεί ανάμεσα στους ακροατές του Άρη βρισκόταν και ο Μανώλης Τσάφος (Δ. Χαριτόπουλος: «Άρης ο Αρχηγός των Ατάκτων», σ. 42).
Όταν ένα χρόνο μετά, στις 24 Μαΐου 1942, ο Άρης θα ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα με τον ΕΛΑΣ, για να γράψει στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας το έπος της Αντίστασης, πολλοί από εκείνους που συναντήθηκαν στο αλσύλλιο της Καισαριανής θα βρεθούν δίπλα του στα βουνά της Ρούμελης κι ανάμεσά τους ο Μανώλης Τσάφος, πρώτος αντάρτης της Αθήνας, που θα γίνει ένας από τους πρώτους αντάρτες του Βελουχιώτη (Δ. Χαριτόπουλος: ό.π., σ. 42) και θα μείνει δίπλα του σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, πιστός σύντροφος και συμπολεμιστής του. Κι όταν μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ο Άρης θα διαφωνήσει και θα βγει ξανά στο βουνό, αναζητώντας εναγωνίως την οργάνωση ενός νέου αντάρτικου, ενός Νέου ΕΛΑΣ, ο Μανώλης Τσάφος θα είναι και πάλι δίπλα του και θα πέσει νεκρός σε μια απ’ τις τελευταίες μάχες λίγο πριν το τραγικό τέλος του Άρη.
Η προτελευταία μάχη πριν το τέλος, που έδωσε ο Βελουχιώτης με την ομάδα του, έγινε στη συνοριακή γραμμή με την Αλβανία έξω από το χωριό Καλή Βρύση της περιφέρειας Καστοριάς στις 25 Απριλίου 1945, όταν βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ισχυρές αγγλοελληνικές δυνάμεις, που έβαζαν εναντίον τους με πυκνά πυρά οπλοπολυβόλων.
Οι αντάρτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και κατάφεραν κινούμενοι αθόρυβα μέσα στη νύχτα να «γλιστρήσουν» έξω από τον κλοιό των εχθρικών δυνάμεων και να συγκεντρωθούν πάνω στη ράχη στο αλβανικό φυλάκιο. Στη νυχτερινή εκείνη συμπλοκή σκοτώθηκε ένας αντάρτης, ο Μανώλης Τσάφος, τραυματίστηκαν πέντε και ένας συνελήφθη αιχμάλωτος.
Οι αντάρτες πέρασαν στη συνέχεια στην Αλβανία για ελάχιστες ώρες, αφού προηγουμένως έθαψαν πάνω στη συνοριακή γραμμή τον αξέχαστο πρωταντάρτη από την Καισαριανή Μανόλη Τσάφο. Τον νεκρό αγωνιστή προέπεμψαν ο παπάς της Καλής Βρύσης, λίγοι χωρικοί και οι τιμητικές ομοβροντίες των ανταρτών σαν ύστατο αποχαιρετισμό σε έναν αγαπημένο συναγωνιστή τους ( Δ. Χαριτόπουλος: Άρης ο αρχηγός των ατάκτων», Εξάντας 2003, σ. 707-708).
Σήμερα η φωτογραφία του Μανώλη Τσάφου μαζί με ένα σύντομο βιογραφικό βρίσκεται ανάμεσα στις φωτογραφίες δεκάδων αγωνιστών από την Καισαριανή, στη μόνιμη έκθεση για την Εθνική Αντίσταση, που βρίσκεται μέσα στο δημαρχείο της Καισαριανής. Σ’ αυτή την έκθεση υπάρχουν και πολλοί άλλοι Ναξιώτες πρόσφυγες απ’ τα Βουρλά, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.