Δανακιώτικη Τοπολαλιά.
γράφει η Μαρίνα Μοσχοβάκη..
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Δανακό, με τα ήθη, έθιμα και τις αξίες της μικρής τοπικής κοινωνίας.
Πολλά χρόνια ζω μακριά από το χωριό όμως δεν ξεχνώ την τοπολαλιά (τους ιδιωματισμούς, την τοπική διάλεκτο), που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιώ στη ζωή μου.
Γνωρίζοντας λοιπόν πόσο σημαντικό είναι να διατηρηθεί η γλωσσική μας παράδοση, εξηγώ ορισμένες λέξεις για να τις διαβάσουν οι νεότεροι και να τις θυμηθούν οι μεγαλύτεροι:
Αφλοκοπιά = υδρορροή
Ανευταόρατος = φεύγει/εξαφανίζεται γρήγορα
Αλάργα = μακριά
Αξαμώνω = σημαδεύω
Αλανιάσω = θα σε χτυπήσω
Αξανάστραφη = χτύπημα με την ανάποδη της παλάμης
Αποσβολομένος = ντροπιασμένος
Αμολυτά = τα άφησα ελεύθερα
Αμπαδέλη = χοντρή κάπα
Αβανιές = κακολογούν
Αμπασά = πόρτα σε κτήμα
Ανεορεύγω = συζητώ το καλό που έχω κάνει
Βιτσιβίδι = μικρή στάμνα
Βολοδέρνω = ταλαιπωρούμαι
Ελεϊκό = τίποτα δεν έχω
Κουμάρι = κούπα
Κουβέλι = μικρό πήλινο δοχείο
Κρεμαστά = ψηλά
Καμιζόλα = γυναικείο εσώρουχο/κομπινεζόν
Κενώνω = σερβίρω
Κουφοτέρα = δοσομετρικό λαδιού
Κατσαβόλι = παιχνίδι
Μαστραπάς = χάλκινη κανάτα
Μαγκανίζω = βιάζομαι
Μαεργιός = Κουζίνα
Νεμπότης = πήλινο δοχείο κρασιού
Νταβά = θα σε μηνύσω
Ουρσούζικα = λέξεις με πονηρά υπονοούμενα
Ειρουλιάρα = αυτή που γυρίζει
Παραάδεια = τα μικρά κορίτσια
Παραστθιά =τζάκι
Πιτίζω = περιχύνω
Πεσκίρι = πετσέτα προσώπου
Πατσαούρι = πετσέτα κουζίνας
Σαρωνιά = σκούπα
Σάλευγιε = έλα
Σέντζος = πέτρινο κάθισμα με πλάτη
Σαλελέ = πηγαίνω αργά
Σάρτα = πηδάω
Σιουδιασμένη = βρώμικη πολύ
Σουάτζα = πέτρινη προεξοχή
Σοφάς = καναπές
Τσόχτισα = βαρέθηκα/σιχάθηκα
Χράμι = κουβέρτα
Χαρανί = χάλκινο μεγάλο σκεύος/καζάνι
Χώλιασα = παρεξηγήθηκα
Αφλοκοπιά = υδρορροή
Ανευταόρατος = φεύγει/εξαφανίζεται γρήγορα
Αλάργα = μακριά
Αξαμώνω = σημαδεύω
Αλανιάσω = θα σε χτυπήσω
Αξανάστραφη = χτύπημα με την ανάποδη της παλάμης
Αποσβολομένος = ντροπιασμένος
Αμολυτά = τα άφησα ελεύθερα
Αμπαδέλη = χοντρή κάπα
Αβανιές = κακολογούν
Αμπασά = πόρτα σε κτήμα
Ανεορεύγω = συζητώ το καλό που έχω κάνει
Βιτσιβίδι = μικρή στάμνα
Βολοδέρνω = ταλαιπωρούμαι
Ελεϊκό = τίποτα δεν έχω
Κουμάρι = κούπα
Κουβέλι = μικρό πήλινο δοχείο
Κρεμαστά = ψηλά
Καμιζόλα = γυναικείο εσώρουχο/κομπινεζόν
Κενώνω = σερβίρω
Κουφοτέρα = δοσομετρικό λαδιού
Κατσαβόλι = παιχνίδι
Μαστραπάς = χάλκινη κανάτα
Μαγκανίζω = βιάζομαι
Μαεργιός = Κουζίνα
Νεμπότης = πήλινο δοχείο κρασιού
Νταβά = θα σε μηνύσω
Ουρσούζικα = λέξεις με πονηρά υπονοούμενα
Ειρουλιάρα = αυτή που γυρίζει
Παραάδεια = τα μικρά κορίτσια
Παραστθιά =τζάκι
Πιτίζω = περιχύνω
Πεσκίρι = πετσέτα προσώπου
Πατσαούρι = πετσέτα κουζίνας
Σαρωνιά = σκούπα
Σάλευγιε = έλα
Σέντζος = πέτρινο κάθισμα με πλάτη
Σαλελέ = πηγαίνω αργά
Σάρτα = πηδάω
Σιουδιασμένη = βρώμικη πολύ
Σουάτζα = πέτρινη προεξοχή
Σοφάς = καναπές
Τσόχτισα = βαρέθηκα/σιχάθηκα
Χράμι = κουβέρτα
Χαρανί = χάλκινο μεγάλο σκεύος/καζάνι
Χώλιασα = παρεξηγήθηκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου